Ένας προβληματισμός που με απασχολεί πολύ τελευταία όσο ενημερώνομαι πως ειδικά μεταξύ ανηλίκων, το ένα περιστατικό βίας διαδέχεται το άλλο, είναι το γιατί η ψυχολογική μέριμνα επικεντρώνεται πάντα σε αυτόν που εκφοβίζεται και πληγώνεται και τις περισσότερες αν όχι όλες τις φορές δεν εστιάζει σε αυτόν που ασκεί βία, πληγώνει, εκφοβίζει, εκβιάζει. Μήπως το λάθος μας ως κοινωνία είναι ότι επιλέγουμε να εστιάσουμε στην τιμωρία του θύτη κι όχι στην θεραπεία του; Ο λογικός θυμός δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε πως το ζητούμενο δεν είναι να τιμωρήσουμε την βία – αυτό ενδεχομένως να είναι και ο εύκολος δρόμος. Η αληθινή λύση του προβλήματος έγκειται στο να την θεραπεύσουμε, να την γαληνέψουμε.

Η βία, είτε φυσική είτε ψυχολογική, αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο σοβαρές παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πιο συγκεκριμένα, στον χώρο της εκπαίδευσης, ο σχολικός εκφοβισμός, αναδύεται ως ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα, αποτυπώνοντας τη συγκρούση μεταξύ αυτού που πληγώνεται και αυτού που πληγώνει. Τα βαθύτερα αίτια όμως μιας επιθετικής συμπεριφοράς, οι ρίζες της βίας, είτε είναι εκφοβισμός είτε άλλου είδους παραβιάσεις, τοποθετούνται σε περισσότερο πολύπλοκα κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα και σίγουρα η ευθύνη τέτοιων συμπεριφορών βαραίνει αρχικά την οικογένεια και σε δεύτερο ή και σε παράλληλο αν θέλετε χρόνο, το ίδιο το σχολείο.

Πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο που επηρεάζει εκατομμύρια παιδιά, με καθοριστικά ψυχολογικά επακόλουθα που συντροφεύουν τα θύματα μέχρι την ενήλικη ζωή τους. Από την άλλη πλευρά όμως, ιδιαίτερη σημασία οφείλουμε ως κοινωνία, ως πολιτεία να δώσουμε και στην ψυχική υγεία του θύτη, που πάντα τον αντιμετωπίζουμε ως «τέρας» αλλά στην πραγματικότητα, όταν πρόκειται για ανηλίκους, είναι ένα παιδί με πολύ πόνο, αδύναμο να το διαχειριστεί κατάλληλα. Ένα παιδί που ενδεχομένως έμαθε πονώντας πώς είναι να πληγώνεις και στερήθηκε αγάπης. Όταν μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον αγάπης, θα δίνεις αγάπη. Όταν όμως μεγαλώνεις στη βία;

Θεωρώ λοιπόν, πως ένας από τους κυριότερους λόγους που ο σχολικός εκφοβισμός ως φαινόμενο, ισχυροποιείται σταθερά, είναι διότι αντιμετωπίζεται περισσότερο μόνο από την μία πλευρά. Φροντίζουμε τα τραύματα αυτών που πληγώθηκαν κι εννοείται πως κάνουμε πολύ καλά και είναι χρέος μας να επιμείνουμε σε αυτό, την ίδια στιγμή που όμως αδιαφορούμε για τις πάντα ανοιχτές πληγές του θύτη, επιτρέποντας του παράλληλα να ξανακάνει ακριβώς το ίδιο. Μα πώς θα κάνει αλλιώς, αν δεν του μάθουμε τον άλλον τρόπο ή καλύτερα αν δεν του ξε-μάθουμε τον παλιό; Εκεί όπου θέλω να καταλήξω είναι ότι η καρδιά του προβλήματος είναι στην αλλαγή διαχείρισης του θύτη και στην ουσιαστική προσπάθεια προσέγγισής του με στόχο αρχικά την κατανόηση και σε δεύτερο στάδιο την ομαλή καθοδήγησή του προς το καλό.